σιδέρωμα, το, ουσ. [<σιδερώνω], το σιδέρωμα·
- θέλεις σιδέρωμα ή θες σιδέρωμα, θέλεις ξύλο, πρέπει να τιμωρηθείς με ξυλοδαρμό: «κάνεις τόσο ανόητα πράγματα, που θέλεις σιδέρωμα, βρε παλιόπαιδο»·
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, βλ. λ. μούτρο.